- οπισθίδιος
- ὀπισθίδιος, -ία, -ον (Α)οπίσθιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νοσφ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπισθίδιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθιδίων — ὀπισθίδιος fem gen pl ὀπισθίδιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθίδιον — ὀπισθίδιος masc acc sg ὀπισθίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθιδίην — ὀπισθίδιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθιδίοιο — ὀπισθίδιος masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθιδίοισι — ὀπισθίδιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθιδίου — ὀπισθίδιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθιδίους — ὀπισθίδιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθιδίῳ — ὀπισθίδιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθίδια — ὀπισθίδιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)